- σανδαλοποιός
- ο мастер по изготовлению сандалет, сандалий
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σανδαλοποιός — ο, Ν τεχνίτης ειδικός στην κατασκευή σανδαλιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάνδαλο + ποιός*. Η λ. μαρτυρείται από το 1839 στον Αμβρόσιο Φραντζή] … Dictionary of Greek
πεδιλοποιός — ο, ΝΜ τεχνίτης που κατασκευάζει πέδιλα, σανδαλοποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέδιλον + ποιός*] … Dictionary of Greek
σανδαλοποιία — η, Ν βιοτεχνία ή βιομηχανία κατασκευής σανδαλιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < σανδαλοποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek
σανδαλοποιείο — το, Ν εργαστήριο σανδαλοποιού, εργαστήριο κατασκευής σανδαλιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < σανδαλοποιός. Η λ., στον λόγιο τ. σανδαλοποιεῖον, μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek